- ζυμογόνα
- Πρόδρομες ανενεργές μορφές των ενζύμων, οι οποίες ύστερα από κατάλληλη πρωτεολυτική διάσπαση αποκτούν την ενεργή μορφή τους. Η πεπτιδική αλυσίδα των ζ. είναι συνήθως μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ενζύμων, ενώ παράλληλα αλλάζει και η διάταξή της στον χώρο. Τα περισσότερα ένζυμα που είναι υπεύθυνα για την πέψη σχηματίζονται υπό μορφή ζ., ώστε να αποφεύγεται η πρώιμη ενεργοποίησή τους.
Dictionary of Greek. 2013.